Αγγλο-ελληνικό Λεξικό Όρων
που χρησιμοποιούνται στη Μετρολογία
Εισαγωγικό Σημείωμα
Η επεξεργασία του σχεδίου αγγλο-ελληνικού λεξικού μετρολογικής ορολογίας έγινε από την Επιστημονική Επιτροπή της Ελληνικής Ένωσης Εργαστηρίων (HellasLab), υλοποιώντας σχετική απόφαση του 3ου Τακτικού Εθνικού Συνεδρίου Μετρολογίας (Κύπρος, Φεβρουάριος 2010).
Τα μέλη της ΕΕ, ξεκίνησαν την επεξεργασία ενός σύντομου λεξικού όρων μετρολογίας, έχοντας επίγνωση των δυσκολιών που παρουσιάζει το εγχείρημα. Είναι γεγονός ότι η επί πολλά έτη απουσία μιας κοινά συμφωνημένης ελληνικής μετρολογικής ορολογίας, σε συνδυασμό με την γρήγορη ανάπτυξη των μετρολογικών δραστηριοτήτων την τελευταία δεκαετία, άφησε ελεύθερο το πεδίο σε προσωπικές μεταφραστικές προσεγγίσεις, οι οποίες ρίζωσαν σε κάποιο βαθμό. Αποτέλεσμα της μεταφραστικής αυτής ακαταστασίας είναι η συχνή συνύπαρξη πολλαπλών εκδοχών, λιγότερο ή περισσότερο δόκιμων, για τους ίδιους όρους. Αν και η ευρέως διαδεδομένη χρήση της αγγλικής μετρολογικής ορολογίας έχει περιορίσει τις παρενέργειες από την απουσία μιας επίσημης μεταφραστικής εκδοχής, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις σύγχυσης και παρερμηνειών, λόγω διαφορετικών επιλογών απόδοσης στα ελληνικά της ορολογίας αυτής.
Οι γενικές γραμμές στις οποίες βασίστηκε η προσπάθεια απόδοση της αγγλικής ορολογίας μετρολογίας στα ελληνικά και η δημιουργία του αγγλο-ελληνικού λεξικού, συνοψίζονται στα ακόλουθα:
- Σκοπός ήταν αρχικά η επεξεργασία ενός σχεδίου λεξικού πρότασης το οποίο τέθηκε στη συνέχεια σε δημόσια διαβούλευση, με σαφή δέσμευση από την ΕΕ να ληφθούν υπόψη τις όποιες προτάσεις και παρατηρήσεις, πριν την οριστικοποίηση του κειμένου.
- Η απόδοση της αγγλικής ορολογίας στα ελληνικά περιορίστηκε συνειδητά σε όρους, η μετάφραση των οποίων έχει πρακτική χρησιμότητα για τον ενασχολούμενο με τη μετρολογία, κατανοώντας ωστόσο ότι συχνά τα σύνορα μεταξύ μετρολογικής και λοιπής τεχνικής ορολογίας δεν είναι δυνατόν να οριστούν με σαφήνεια. Είναι επομένως αναμενόμενο, ορισμένοι να παρατηρήσουν ότι περιλαμβάνονται όροι που δεν αφορούν τη μετρολογία και, άλλοι αντίθετα, να εστιαστούν σε όρους που απουσιάζουν. Τίποτε ωστόσο δεν εμποδίζει τη συνεχή επικαιροποίηση του λεξικού, με προσθήκη αφαίρεση η τροποποίηση του περιεχομένου του.
- Η απόδοση στα ελληνικά θα πρέπει να συνυπολογίζει, κατά το δυνατόν, την ετυμολογική εγκυρότητα, τη νοηματική σαφήνεια, τη συνάφεια με το αντικείμενο, τη χρηστικότητα και την ενδεχόμενη ύπαρξη ελληνικής ορολογίας η οποία έχει εκ των πραγμάτων επιβληθεί στην πράξη. Η πείρα έχει αποδείξει ότι η εμμονή σε μία μόνο από τις παραμέτρους αυτές μπορεί να οδηγήσει σε ατέρμονες συζητήσεις με αμφίβολο τελικό αποτέλεσμα.
- Επιδιώχθηκε στο μέτρο του εφικτού, η συμβατότητα με άλλα υφιστάμενα αγγλο-ελληνικά λεξικά τεχνικής ορολογίας, χωρίς αυτό να είναι απόλυτος κανόνας.
- Για ορισμένους όρους είναι σκόπιμη η ύπαρξη εναλλακτικών αποδόσεων στα ελληνικά, είτε γιατί αυτές χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές συνθήκες, είτε γιατί είναι εξίσου αποδεκτές.
Η ΕΕ της Ένωσης καλεί όλους τους ενδιαφερόμενους να συνεχίσουν να συμβάλουν στην διαρκή προσπάθεια συμπλήρωσης του λεξικού, προτείνοντας προσθήκες ή τροποποιήσεις. Οι παρεμβάσεις μπορούν να γίνονται με αποστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (info@greekmetrology.gr), συνοδευόμενες, όταν αυτό είναι αναγκαίο, από την ανάλογη τεκμηρίωση.
Η Επιστημονική Επιτροπή της Ελληνικής Ένωσης Εργαστηρίων
A
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Accreditation | Διαπίστευση |
Accuracy | Ακρίβεια, ποιότητα |
– measurement accuracy | – ακρίβεια μέτρησης |
Adjustment | Ρύθμιση |
– adjustment of measuring system | – ρύθμιση οργάνου ή συστήματος μέτρησης |
– adjustment of observations | – συνόρθωση των παρατηρήσεων (κυρίως στις γεωδαιτικές μετρήσεις) |
Alternative hypothesis | Εναλλακτική υπόθεση |
Analysis | Ανάλυση |
– correspondence analysis | – ανάλυση αντιστοιχίας |
– data analysis | – ανάλυση δεδομένων |
– factor analysis | – παραγοντική ανάλυση |
– multivariate analysis | – πολυπαραμετρική ανάλυση |
– regression analysis | – ανάλυση παλινδρόμησης |
– sensitivity analysis | – ανάλυση ευαισθησίας |
Analyte | Αναλύτης |
ANOVA (Analysis Of VAriance) | ANOVA (Ανάλυση μεταβλητότητας, Ανάλυση Διασποράς) |
– one way ANOVA | – ανάλυση μεταβλητότητας κατά ένα παράγοντα |
– two way ANOVA | – ανάλυση μεταβλητότητας κατά δύο παράγοντες |
A-posteriori probability | Εκ των υστέρων πιθανότητα |
– a-posteriori standard error | – εκ των υστέρων τυπικό σφάλμα |
A-priori probability | Εκ των προτέρων πιθανότητα |
– a-priori standard error | – εκ των προτέρων τυπικό σφάλμα |
Arithmetic mean | Αριθμητικός μέσος όρος |
Assigned value | Προσδιδόμενη τιμή |
Associative law | Προσεταιριστική ιδιότητα |
Asymmetry | Ασυμμετρία |
– asymmetry factor | – παράγοντας ασυμμετρίας |
Autocalibration | Αυτοβαθμονόμηση |
Autocollimator | Ευθυγραμμιστής |
Autocorrelation | Αυτοσυσχέτιση |
Availiability | Διαθεσιμότητα |
Average | Μέση τιμή |
– moving average | – κινητός μέσος όρος |
B
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Bar chart | Ραβδόγραμμα |
Base unit | Βασική μονάδα |
Bayesian inference | Συμπερασματολογία κατά Bayes |
Bias | Απόκλιση |
– instrumental bias | – απόκλιση οργάνου |
– measurement bias | – απόκλιση μέτρησης |
Blank indication | Λευκή ένδειξη |
Blank sample | Λευκό δείγμα |
Blind sample | Τυφλό δείγμα |
Blunder | Χονδροειδές σφάλμα |
– blunder detection | – ανίχνευση χονδροειδούς σφάλματος |
Box plot | Κυτιογράφημα απολήξεων |
Boundary condition | Οριακή συνθήκη |
Boundary points | Οριακά σημεία |
C
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Calculation | Υπολογισμός |
Calibration | Διακρίβωση |
– calibration diagram | – διάγραμμα διακρίβωσης |
– calibration and measurement capability | – μετρητική ικανότητα βαθμονομήσεων |
– factor | – συντελεστής διακρίβωσης |
– in house (indoor) calibration | – εσωτερική διακρίβωση |
Calibrator | Διακριβωτής |
Central limit theorem | Kεντρικό οριακό θεώρημα |
Central moment | Κεντρική ροπή |
Certificate of conformity | Πιστοποιητικό συμμόρφωσης |
Certification | Πιστοποίηση |
Certified value | Πιστοποιημένη τιμή |
Check | Έλεγχος |
Cholesky decomposition | Αποσύνθεση Cholesky |
Cluster | Συστάδα |
Clustering | Συσταδοποίηση |
– cluster analysis | – ανάλυση κατά συστάδες |
– cluster process | – επεξεργασία συστάδων |
Coefficient | Συντελεστής |
– correlation coefficient | – συντελεστής συσχέτισης |
– determination coefficient | – συντελεστής προσδιορισμού |
– variation coefficient | – συντελεστής μεταβλητότητας / διακύμανσης |
– regression coefficient | – συντελεστής παλινδρόμησης |
Collocation | Σημειακή προσαρμογή |
– exact collocation | – πιστή σημειακή προσαρμογή |
– smoothing collocation | – εξομαλυντική σημειακή προσαρμογή |
Competence | Επάρκεια |
Confidence interval | Διάστημα εμπιστοσύνης |
– confidence ellipsis | – ελλειψη εμπιστοσύνης |
– confidence level | – επίπεδο εμπιστοσύνης |
– confidence limit | – όριο εμπιστοσύνης |
– confidence region | – περιοχή εμπιστοσύνης |
Conformal | Σύμμορφος |
– conformal mapping | – σύμμορφη απεικόνιση |
– conformal transformation | – σύμμορφος μετασχηματισμός |
Consensus value | Συμφωνημένη τιμή, εκ συγκατάθεσης |
Control | Έλεγχος |
– control chart | – διάγραμμα ελέγχου |
– quality control | – έλεγχος ποιότητας |
Conventional | Συμβατικός |
– conventional value | – συμβατική τιμή |
– conventional quantity | – συμβατική ποσότητα |
Convolution | Συνέλιξη |
Copyright | Δικαίωμα αναπαραγωγής |
Correction | Διόρθωση |
Correlation | Συσχέτιση |
– correlation length | – μήκος συσχέτισης |
– correlation matrix | – πίνακας συσχέτισης |
– correlation ratio | – λόγος συσχέτισης |
Covariance | Συμμεταβλητότητα |
– covariance function | – συνάρτηση συμμεταβλητότητας |
– covariance matrix | – πίνακας συμμεταβλητότητας |
Covariate | Συμμεταβλητή |
Credibility | Αξιοπιστία |
Cut-off | Αποκοπή |
D
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Data | Δεδομένα |
– data analysis | – ανάλυση δεδομένων |
– exploratory data analysis | – διερευνητική ανάλυση δεδομένων |
Datum | Αναφορά |
– datum error | – σφάλμα αναφοράς |
– datum measurement | – μέτρηση αναφοράς |
Deciles | Δεκατημόρια |
Degree | Βαθμός |
– degree of association | – βαθμός συνάφειας |
– degree of belief | – βαθμός πίστης |
– degree of freedom | – βαθμός ελευθερίας |
Decomposition | Αποσύνθεση |
– Cholesky decomposition | – Αποσύνθεση Cholesky |
– singular value decomposition | – αποσύνθεση μοναδικής τιμής |
Detection limit (LOD) | Όριο ανίχνευσης |
Detector | Ανιχνευτής |
Deviation | Απόκλιση |
– standard deviation | – τυπική απόκλιση |
Diagram | Διάγραμμα |
– percentage diagram | – εκατοστόγραμμα |
Dimension | Διάσταση |
Distance | Μήκος |
– horizontal distance | – οριζόντιο μήκος, οριζόντια απόσταση, απόσταση |
Distribution | Κατανομή |
– binomial distribution | – διωνυμική κατανομή |
– chi-square distribution | – χι-τετράγωνο κατανομή |
– conditional distribution | – υπό συνθήκη κατανομή |
– discrete distribution | – διακριτή κατανομή |
– empirical distribution | – εμπειρική κατανομή |
– Gaussian distribution | – κατανομή Gauss |
– information prior distribution | – πληροφοριακή εκ των προτέρων κατανομή |
– joint distribution | – κοινή κατανομή |
– marginal distribution | – περιθώρια κατανομή |
– normal distribution | – κανονική κατανομή |
– probability distribution | – κατανομή πιθανότητας |
– rectangular distribution | – ορθογώνια κατανομή |
– uniform distribution | – ομοιόμορφη κατανομή |
Dot plot | Σημειόγραμμα |
Drift | Ολίσθηση |
– instrumental drift | – ολίσθηση οργάνου |
E
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Econometrics | Οικονομετρία |
Efficiency | Απόδοση |
Equation | Εξίσωση |
– normal equations | – κανονικές εξισώσεις |
Ergodicity | Εργοδικότητα |
Error | Σφάλμα |
– gross error | – χονδροειδές σφάλμα |
– maximum permissible error | – μέγιστο επιτρεπόμενο σφάλμα |
– mean square error | – μέσο τετραγωνικό σφάλμα |
– measurement error | – σφάλμα μέτρησης |
– minimum detectable error | – ελάχιστο ανιχνεύσιμο σφάλμα |
– random error | – τυχαίο σφάλμα |
– scale error | – σφάλμα κλίμακας |
– standard error | – τυπικό σφάλμα |
– systematic error | – συστηματικό σφάλμα |
Estimation | Εκτίμηση |
– best linear unbiased estimation (BLUE) | – βέλτιστη γραμμική ανεπηρέαστη εκτίμηση |
– biased estimation | – μη αμερόληπτη εκτίμηση |
– interval estimation | – εκτίμηση διαστήματος |
– linear estimation | – γραμμική εκτίμηση |
– local estimation | – τοπική εκτίμηση |
– point estimation | – σημειακή εκτίμηση |
– robust estimation | – ανθεκτική εκτίμηση |
– variance component estimation | – εκτίμηση των συνιστωσών της μεταβλητότητας αναφοράς |
Estimator | Εκτιμητής |
– least squares estimator | – εκτιμητής ελαχίστων τετραγώνων |
– robust estimator | – ανθεκτικός εκτιμητής |
– unbiased estimator | – αμερόληπτος (ανεπηρέαστος) εκτιμητής |
Expectation | Προσδοκία |
– conditional expectation | – συμβατική προσδοκία |
Experiment | Πείραμα |
– design of experiments | – σχεδιασμός πειραμάτων |
Extrapolation | Προέκταση |
F
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Factor | Συντελεστής, παράγοντας |
– factor analysis | – παραγοντική ανάλυση |
– coverage factor | – συντελεστής κάλυψης |
Fit (ή fitting) | Προσαρμογή |
– best fitting | – βέλτιστη προσαρμογή |
– curve fitting | – προσαρμογή καμπύλης |
Fourier analysis | Ανάλυση Fourier |
Fourier series | Σειρά Fourier |
Fourier transform (continuous) | (Συνεχής) μετασχηματισμός Fourier |
– fast Fourier transform | – ταχύς μετασχηματισμός Fourier |
– discrete-time Fourier transform (DTFT) | – μετασχηματισμός Fourier διακριτού χρόνου (ΜΦΔΧ) |
– discrete Fourier transform (DTFT) | – διακριτός μετασχηματισμός Fourier (ΔΜΦ) |
Function | Λειτουργία, συνάρτηση |
– measurement function | – λειτουργία μέτρησης |
Fuzzy logic | Ασαφής λογική |
H
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Heterogeneity | Ετερογένεια |
Heteroscedasticity | Ετεροσκεδαστικότητα |
Histogram | Ιστόγραμμα |
Homogeneity | Ομοιογένεια |
Homoscedasticity | Ομοσκεδαστικότητα |
Hypothesis | Υπόθεση |
– alternative hypothesis | – εναλλακτική υπόθεση |
– general hypothesis | – γενική υπόθεση |
– hypothesis testing | – έλεγχος υποθέσεων |
– null hypothesis | – μηδενική υπόθεση |
– statistical hypothesis | – στατιστική υπόθεση |
Hysteresis | Υστέρηση |
I
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Indication | Ένδειξη |
– indication interval | – διάστημα ένδειξης |
Ιnterlaboratory comparisons | Διεργαστηριακές συγκρίσεις |
Interval | Διάστημα |
– credibility interval | – διάστημα αξιοπιστίας |
– working interval | – διάστημα εργασίας |
Inspection | Επιθεώρηση |
Intercorrelation | Ενδοσυσχέτιση |
Interferometer | Συμβολόμετρο |
International | Διεθνής |
– international measurement standard | – διεθνές πρότυπο μέτρησης |
– international system of quantity | – διεθνές σύστημα ποιότητας |
– international system of units | – διεθνές σύστημα μονάδων |
Interpretation | Ερμηνεία |
Interpolation | Παρεμβολή |
IQR (InterQuartile Range), Midspread | Διατεταρτημοριακό διάστημα |
L
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Likelihood | Πιθανοφάνεια |
– conditional likelihood | – εξαρτημένη πιθανοφάνεια |
– likelihood ratio | – λόγος πιθανοφανειών |
Limit | Όριο |
– limit of detection | – όριο ανίχνευσης |
– limit of error | – όριο σφάλματος |
– limiting operating conditions | – οριακές συνθήκες λειτουργίες |
M
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Maintenance | Συντήρηση, διατήρηση |
– maintenance of measurement standard | – διατήρηση του προτύπου μέτρησης |
Matrix | Πίνακας, μήτρα δείγματος (με χρήση στη χημική μετρολογία) |
– correlation matrix | – πίνακας συσχέτισης |
– design matrix | – πίνακας σχεδιασμού |
– variance - covariance matrix | – πίνακας μεταβλητότητας - συμμεταβλητότητας |
Mean | Μέση τιμή |
– trimmed mean | – ρυθμισμένη μέση τιμή |
Measurement | Μέτρηση |
– instrumental measurement | – μέτρηση οργάνου |
– model | – μοντέλο μέτρησης |
– reference measurement | – μέτρηση αναφοράς |
Measurant ή measured | Μετρούμενο μέγεθος |
Measuring instrument | Όργανο μέτρησης |
– measuring interval | – βήμα μέτρησης |
– measuring system | – σύστημα μέτρησης |
– measuring transducer | – μετατροπέας μέτρησης |
Median | Διάμεσος |
Method | Μέθοδος |
– in house (indoor) method | – εσωτερική Μέθοδος |
– least squares method | – μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων |
– measurement method | – μέθοδος μέτρησης |
– of observation equations | – μέθοδος των εξισώσεων παρατήρησης |
– of condition equations | – μέθοδος των εξισώσεων συνθηκών |
– of mixed equations | – μέθοδος των μικτών εξισώσεων |
– ordinary (linear) least squares method | – γραμμική μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων |
– qualitative method | – ποιοτική μέθοδος |
– quantitative method | – ποσοτική μέθοδος |
Μetrology | Μετρολογία |
Micrometer | Μικρόμετρο |
Microscope | Μικροσκόπιο |
Μoment | Ροπή |
Multivariate | Πολυμεταβλητός |
P
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Parts per million (ppm) | Μέρη στο εκατομμύριο |
Percentile | Εκατοστημόριο |
Percentage | Ποσοστό επί της % |
Precision | Πιστότητα |
– angle measurement precision | – πιστότητα γωνιακής μέτρησης |
– distance measurement precision | – πιστότητα μέτρησης μήκους |
– measurement precision | – πιστότητα μέτρησης |
Prediction | Πρόγνωση, πρόβλεψη |
Principal component analysis | Ανάλυση βασικών συνιστωσών |
Probability | Πιθανότητα |
– aposterior probability | – εκ των υστέρων πιθανότητα |
– conditional probability | – υπό συνθήκη πιθανότητα |
– coverage probability | – πιθανότητα κάλυψης |
– density function probability | – συνάρτηση πυκνότητας πιθανότητας |
Procedure | Διαδικασία |
– measurement procedure | – διαδικασία μέτρησης |
Proficiency testing scheme (PTs) | Σχήμα διεργαστηριακών δοκιμών |
Q
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Quality | Ποιότητα |
Quality control chart | Διάγραμμα ελέγχου ποιότητας |
Quantity | Ποσότητα |
– kind of quantity | – είδος ποσότητας |
– output quantity | – εξαγόμενη ποσότητα |
Quantitation | Ποσοτικοποίηση |
– quantitation limit (LOQ) | – όριο ποσοτικοποίησης |
Quartile | Τεταρτημόριο |
R
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Random | Τυχαίος |
– random effects | – τυχαίες επιδράσεις |
Randomization | Τυχαιοποίηση |
Range | Εύρος |
– range of indication | – εύρος ένδειξης |
Ratio | Λόγος, αναλογία |
Reading | Ανάγνωση (ένδειξη) |
– digital reading | – ψηφιακή ανάγνωση (ένδειξη) |
Reference | Αναφορά |
– reference conditions | – συνθήκες αναφοράς |
– reference data | – δεδομένα αναφοράς |
– reference instrument | – όργανο αναφοράς |
– reference material | – υλικό αναφοράς |
– reference operating conditions | – συνθήκες λειτουργίας αναφοράς |
– standard reference material | – πρότυπο υλικό αναφοράς |
– certified reference material | – πιστοποιημένο υλικό αναφοράς |
Regression | Παλινδρόμηση |
– hedonic regression | – ηδονική παλινδρόμηση |
– multiple regression | – πολλαπλή παλινδρόμηση |
– ridge regression | – αμφίκλινος παλινδρόμηση |
– weighted regression | – σταθμισμένη παλινδρόμηση |
Regressors | Παλινδρομητές |
Reliability | Αξιοπιστία |
Repeatability | Επαναληψιμότητα |
– measurement repeatability | – επαναληψιμότητα μέτρησης |
Reproducibility | Αναπαραγωγιμότητα |
– measurement reproducibility | – αναπαραγωγιμότητα μέτρησης |
Resolution | Διακριτική ικανότητα |
Residual | Υπόλοιπο |
Response | Απόκριση |
Result | Αποτέλεσμα |
– measurement result | – αποτέλεσμα μέτρησης |
Robustness | Ανθεκτικότητα |
Resultant | Συνισταμένη |
Rugdeness | Αντοχή, ευστάθεια |
S
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Sample | Δείγμα |
– sample surveys | – δειγματοληπτικές έρευνες |
Sampling | Δειγματοληψία |
– sampling frame | – πλαίσιο δειγματοληψίας |
– sampling techniques | – τεχνικές δειγματοληψίας |
– sampling theory | – θεωρία δειγματοληψίας |
Scale | Κλίμακα |
– measurement scale | – κλίμακα μέτρησης |
Selectivity | Επιλεκτικότητα / εκλεκτικότητα |
Sensor | Αισθητήρας |
Sensitivity | Ευαισθησία |
Setting | Ρύθμιση, τοποθέτηση |
– zero setting | – ρύθμιση μηδενός οργάνου |
Significance | Σημαντικότητα |
– significance level | – επίπεδο σημαντικότητας |
Skewness | Ασυμμετρία |
Specifications | Προδιαγραφές |
Specificity | Ειδικότητα |
Stability | Σταθερότητα |
Standard | Πρότυπο |
– intrinsic standard | – εσωτερικό πρότυπο |
– measurement standard | – πρότυπο μέτρησης |
– national standard | – εθνικό πρότυπο |
– primary standard | – αρχικό πρότυπο |
– reference standard | – πρότυπο αναφοράς |
– standard deviation | – τυπική απόκλιση |
– standard uncertainty | – τυπική αβεβαιότητα |
Standardization | Προτυποποίηση |
Straggler | Αποκλίνουσα τιμή |
Statistical | Στατιστικός |
– statistical inference | – στατιστική συμπερασματολογία |
– statistical test | – στατιστικοί έλεγχοι |
Stochastic | Στοχαστικός |
– stochastic parameters | – στοχαστικές παράμετροι |
– stochastic process | – στοχαστικές διαδικασίες |
Sum of squared residuals | Άθροισμα τετραγώνων υπολοίπων |
Sum of weighed squares | Άθροισμα σταθμισμένων τετραγώνων |
System | Σύστημα |
– system of units | – σύστημα μονάδων μέτρησης |
Systematic | Συστηματικός |
T
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Technique | Τεχνική |
Test, testing | Έλεγχος, δοκιμή |
– proficiency test | – δοκιμή ελέγχου ικανότητας |
– round robin test | – (κυκλική) διεργαστηριακή δοκιμή |
– test equipment | – συσκευή ελέγχου (δοκιμής) |
– two-sided test | – αμφίπλευρος έλεγχος |
Theodolite | Θεοδόλιχος |
Theorem | Θεώρημα |
– central limit theorem | – κεντρικό οριακό θεώρημα |
Threshold | Κατώφλι, κάτω όριο |
Tolerance | Ανοχή |
Traceability | Ιχνηλασιμότητα |
– metrological traceability | – μετρολογική ιχνηλασιμότητα |
Transformation | Μετασχηματισμός |
Trial | Δοκιμή |
Trueness | Ορθότητα |
– measurement trueness | – ορθότητα μέτρησης |
U
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Uncertainty | Αβεβαιότητα |
– budget uncertainty | – ισοζύγιο αβεβαιότητας |
– combined uncertainty | – συνδυασμένη αβεβαιότητα |
– expanded uncertainty | – διευρυμένη αβεβαιότητα |
– instrumental uncertainty | – αβεβαιότητα οργάνου |
– relative uncertainty | – σχετική αβεβαιότητα |
– standard uncertainty | – τυπική αβεβαιότητα |
– uncertainty in measurement | – αβεβαιότητα μετρήσεων |
– uncertainty of measurement | – αβεβαιότητα μέτρησης |
– uncertainty of measurement unit | – αβεβαιότητα της μονάδας μέτρησης |
Unit | Μονάδα |
– measurement unit | – μονάδα μέτρησης |
V
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Validation | Επικύρωση |
Value (of a quantity) | Τιμή (ενός μεγέθους) |
– conventional value | – συμβατική τιμή |
– estimated value | – εκτιμώμενη τιμή |
– expected value | – αναμενόμενη τιμή |
– mean value | – μέση τιμή |
– measured value | – μετρούμενη τιμή |
– nominal value | – ονομαστική τιμή |
– numerical value | – αριθμητική τιμή |
– outlier value | – εκτρεπόμενη τιμή |
– quantity value | – τιμή μιας ποσότητας |
– reference value | – τιμή Αναφοράς |
– true value | – αληθής τιμή |
Variability | Μεταβλητότητα |
Variable | Μεταβλητή |
– dependent variable | – εξαρτημένη μεταβλητή |
– discrete random variable | – διακριτή τυχαία μεταβλητή |
– explanatory variable | – επεξηγηματική μεταβλητή |
– independent variable | – ανεξάρτητη μεταβλητή |
– random variable | – τυχαία μεταβλητή |
– response variable | – μεταβλητή απόκρισης |
Variance | Μεταβλητότητα |
– variance – covariance law | – νόμος μεταβλητότητας – συμμεταβλητότητας |
– variance – covariance matrix | – πίνακας μεταβλητότητας-συμμεταβλητότητας |
Verification | Επαλήθευση |
W
Αγγλικός Όρος | Ελληνικός Όρος |
---|---|
Wave length | Μήκος κύματος |
Weight | Βάρος |
– Unit weight | – Μονάδα βάρους |
– Weight of measurement | – Βάρος μέτρησης |